- φωτότυπο
- το1. φωτογραφικά αρνητική εικόνα μετά την εμφάνιση και στερέωσή της.2. η φωτογραφία που πάρθηκε με τη μέθοδο της φωτοτυπίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτότυπο — το, Ν (φωτογρ.) ορατή και σταθερή φωτογραφική εικόνα, αρνητική ή θετική, παραγόμενη ύστερα από φωτογράφηση και επεξεργασία φωτοπαθούς γαλακτώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + τυπο, ουδ. του τυπος (< τύπος), πρβλ. στιγμιό τυπο] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοφράκτης — ο, Ν (φωτογρ.) σύστημα με το οποίο ρυθμίζεται ο χρόνος φωτισμού τής φωτοευαίσθητης επιφάνειας προκειμένου να παραχθεί φωτότυπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φράκτης] … Dictionary of Greek